- ὑποταγέντων
- [когда были] подчинены
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑποταγέντων — ὑποτάσσω place aor part pass masc/neut gen pl ὑποτάσσω place aor part pass masc/neut gen pl ὑποτάσσω place aor imperat pass 3rd pl ὑποτάσσω place aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek